- ηβικός
- -ή, -ό (Α ἡβικός, -ή, -όν) [ήβη]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη («ηβική χώρα»)2. ανατ. «ηβική σύμφυση» — εύκαμπτη ινοχόνδρινη συνάρθρωση τών δύο ηβικών οστών στη μέση γραμμή τού πρόσθιου κάτω τμήματος τής κοιλιακής χώραςαρχ.ηβητικός*.
Dictionary of Greek. 2013.